- προοχευω
- προοχεύωπρο-οχεύωранее оплодотворять
(τὰ προωχευμένα ᾠά Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ προωχευμένα ᾠά Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προοχεύω — Α [ὀχεύω] 1. οχεύω προηγουμένως 2. παθ. προοχεύομαι (για αβγά) γονιμοποιούμαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
προοχευθεῖσαν — προοχεύω impregnate before aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοχεύσαντος — προοχεύω impregnate before aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)